- θεραπευτικός
- -ή, -ό (AM θεραπευτικός, -ή, -όν) [θεραπευτές]νεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η θεραπευτικήο κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τους θεραπευτικούς παράγοντες και την εφαρμογή τους για ανακούφιση ή θεραπεία τών ασθενώννεοελλ.-μσν.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεραπεία, αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες («θεραπευτική μέθοδος»)αρχ.1. αυτός που έχει δύναμη, ικανότητα ή διάθεση για υπηρεσία («φιλόστοργον καὶ θεραπευτικόν τῶν φίλων», Ξεν.)2. (με καλή ή κακή σημασία) αυτός που έχει ευγενικούς τρόπους, ο περιποιητικός3. αυτός που φροντίζει για κάτι, ο προσεκτικός4. το θηλ. ως ουσ. ή θεραπευτικήα) (ενν. έξις) ασθενική κατάσταση τού σώματος που έχει ανάγκη από θεραπείαβ) η θεραπεία5. το ουδ. ως ουσ. τό θεραπευτικόνη θεραπευτική επιστήμη.επίρρ...θεραπευτικώς και -ά (Α θεραπευτικῶς)νεοελλ.από θεραπευτική άποψηαρχ.με περιποιητικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.